- καταλάλων
- κατάλαλοςslanderermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλαλῶν — καταλαλάζω shout fut part act masc voc sg καταλαλάζω shout fut part act neut nom/voc/acc sg καταλαλάζω shout fut part act masc nom sg (attic epic ionic) καταλαλέω talk pres part act masc nom sg (attic epic doric) καταλαλέω talk pres part act masc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλώ — (AM καταλαλῶ, έω) κατηγορώ, κακολογώ, συκοφαντώ («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», Πολ.) αρχ. 1. διαλαλώ, μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῑς θύραζε ταῡτα καταλαλῶν», Αριστοφ.) 2. ενοχλώ κάποιον με τη φλυαρία μου 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον … Dictionary of Greek
ՉԱՐԱԽՕՍ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0566 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c ա. κατάλαλος, καταλαλῶν, κακόγορος obloquens, obtrectator διαβάλλων delator, calumniator, criminator διάβολος . Որ չար խօսի զայլոց. չարաբան. չարալեզու. քսու. բամբասօղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)